- εὐτραπέλου
- εὐτράπελοςeasily turningmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… … Dictionary of Greek
ευτραπελία — η (Α εὐτραπελία) [ευτράπελος] το ήθος, η ιδιότητα τού ευτράπελου, αστειότητα, αστεϊσμός, φιλοπαιγμοσύνη, ειρωνική διάθεση ή έκφραση, χιούμορ αρχ. 1. στον πληθ. αἱ εὐτραπελίαι η ευθυμία, οι αστειότητες 2. (με κακή σημ.) βωμολοχία … Dictionary of Greek
φαμπλιώ — το, Ν άκλ. μεσαιωνικό γαλλικό αφηγηματικό ποίημα ευτράπελου χαρακτήρα το οποίο χαρακτηρίζεται από τη ζωντάνια και τον ρεαλισμό τής περιγραφής και τής λεπτομέρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fabliau] … Dictionary of Greek